Βάρος | 1 κ. |
---|
Σχετικά προϊόντα
-
Ο Κλέφτης του Πάντοτε
Το Σπίτι των Γιορτών του κου Χουντ υπάρχει εδώ και χίλια χρόνια, καλωσορίζοντας αμέτρητα παιδιά στην αγκαλιά του. Είναι ένας τόπος θαυμάτων, όπου κάθε παιδικό καπρίτσιο μπορεί να ικανοποιηθεί. Υπάρχει, βέβαια, ένα τίμημα. Αλλά ο νεαρός Χάρβεϋ Σουίκ, βαριεστημένος από τη ζωή του και σαγηνευμένος από τα θαύματα του κου Χουντ, δεν σκέφτεται τις συνέπειες. Μόνο όταν το Σπίτι δείχνει πια το σκοτεινό του πρόσωπο – όταν ο Χάρβεϋ ανακαλύπτει τα δύσμοιρα πλάσματα που ζουν στις σκιές του – αρχίζει να αμφιβάλλει για τα φιλανθρωπικά αισθήματα του κου Χουντ. Όμως το Σπίτι και ο μυστηριώδης αρχιτέκτονάς του δεν πρόκειται ν’ αφήσουν ελεύθερο τον αιχμάλωτό τους δίχως μάχη. Ο κος Χουντ έχει σχέδια για το νέο του φιλοξενούμενο, γιατί η ψυχή του Χάρβεϋ λάμπει φωτεινότερα απ’ όλες τις ψυχές που συνάντησε σ’ αυτά τα χίλια χρόνια. . . [Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]
-
-
Από Τη Γη Στη Σελήνη, Γαλάζια Βιβλιοθήκη 27
Υπάρχει ζωή στη Σελήνη; Κατοικούν εκεί ανθρώπινα όντα; Πώς μπορούμε να φτάσουμε στο φεγγάρι;
O Ιούλιος Βερν, με την απέραντη φαντασία του, απαντά σε όλα τα ερωτήματα μέσα από το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα, όπου τρεις τολμηροί εξερευνητές ξεκινούν μια περιπέτεια για να γνωρίσουν τον δορυφόρο της Γης. Μέσα σε μια τεράστια οβίδα και χρησιμοποιώντας ως εκτοξευτήρα ένα γιγάντιο κανόνι, θα επιχειρήσουν να εισέλθουν στο αχανές διάστημα και να φτάσουν στο φεγγάρι.Θα πετύχουν άραγε τον στόχο τους; Τι θα συναντήσουν οι πρώτοι αστροναύτες σε αυτό τους το ταξίδι;
Ο Ιούλιος Βερν, εκατό χρόνια πριν από τη διαστημική εποχή και την κατάκτηση της Σελήνης από τον άνθρωπο, θα προφητεύσει επιστημονικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής.
-
Βαρκάρισσα της Χίμαιρας
Κάποιο σταχτί απόγευμα του Σεπτέμβρη ήρθε κοντά μου, εκεί που χάζευα στα παρτέρια της αυλής, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε: «Τα λουλούδια μεγαλώνουν με τα τραγούδια των πουλιών». Ήμουν δεν ήμουν οχτώ χρονών. Ύστερα μπήκε μέσα, άνοιξε το ραδιόφωνο κι έκλεισε την πόρτα της. Έτσι έκανε. Πετούσε μια κουβέντα και μετά χανόταν… Έμπαινε στο σύννεφό της και ταξίδευε… «Δεν μας μεγάλωσε κανονικά», έλεγε αργότερα ο αδελφός μου, ο Τζόνυ. «Δεν μας έδωσε οδηγίες σωστής πλοήγησης». «Μας εξασφάλισε εισιτήριο διαρκείας για το πλεούμενο της χίμαιρας», του απαντούσα εγώ. «Λίγο το ’χεις;» «Κι αυτό ακόμη δεν μας το ’δωσε συνειδητά». Της έπεσε από την τσέπη και το βρήκαμε. Τίποτα δεν μας έδωσε συνειδητά. Η μάνα μας, η Ερασμία! Εμείς τη γνωρίσαμε τσακισμένη. Ξοδεμένη στα όνειρά της. Σε παλιές φωτογραφίες τη βλέπαμε αλλιώτικη. Μια όμορφη κοπέλα με φουντωτά μαύρα μαλλιά κι ένα πλατύ χαμόγελο στ’ ολοστρόγγυλο πρόσωπό της. Ένα πλατύ, δακρυσμένο πάντα, χαμόγελο. «Ήταν όμορφη ε; Βλέπεις, Τζόνυ;» «Και τώρα είναι όμορφη. Είναι η πιο όμορφη!» Καμάρωνε σαν κόκορας ο Τζόνυ. Λες και του ανήκε!
-
Βαριέμαι
Ο Μάνος είναι ένας μικρός μονόκερος,
ίδιος με τους υπόλοιπους. Ή περίπου ίδιος…
Η χαίτη του είναι ουράνιο τόξο που αλλάζει χρώματα
ανάλογα με το τι αισθάνεται!Σήμερα ο Μάνος βαριέται.
Παρ’ όλα τα βιβλία και τα παιχνίδια του, δεν έχει τι να κάνει.Ανακάλυψε πώς θα μπορέσει να διασκεδάσει
χάρη στη φαντασία του!
“