Μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο ήμασταν και οι δύο σαν να είχαμε βγει από τη θάλασσα. Η Σοφία άναψε τη μηχανή, ενώ εγώ έστυβα τα βρεγμένα μαλλιά μου και η καταρρακτώδης βροχή έπεφτε πάνω στα τζάμια. Ξεκίνησε βιαστικά, είπε ότι αυτό που ήθελε ήταν να φτάσει το γρηγορότερο στο σπίτι, να πιει ένα ζεστό καφέ και να αλλάξει. Έκοψε το τιμόνι με νευρικές κινήσεις για να ξεπαρκάρει, άλλαξε γρήγορα ταχύτητα από πρώτη σε δευτέρα κι αμέσως σε τρίτη. Πάτησε γκάζι και όρμησε στην άσφαλτο, ή τουλάχιστον εκεί που νόμιζε ότι υπήρχε άσφαλτος, γιατί μπροστά μας δεν φαινόταν τίποτα.
Η Δάφνη και η Σοφία, δύο αχώριστες φίλες, έπειτα από τέσσερα χρόνια σιωπής, συναντιούνται τυχαία στην Αθήνα. Πώς έφτασαν ως εδώ; Τι συνέβη πριν από τέσσερα χρόνια σε ένα ερημικό νησί; Έχουν πληρώσει το τίμημα;
Η Δάφνη «επιστρέφει» στο παρελθόν και αφηγείται την ιστορία της Σοφίας, η οποία βαδίζει σχεδόν αυτάρεσκα τον δρόμο της αυτοκαταστροφής. Οι σχέσεις όμως, ακόμα και οι πιο αθώες, είναι πάντοτε ιδιοτελείς. Η Σοφία, παρόλο που δεν το ομολογεί, έχει συνείδηση αυτού του δούναι και λαβείν, ενώ η Δάφνη βολεύεται εξυμνώντας την ανιδιοτέλεια μιας φιλίας που στο τέλος μοιάζει να καταρρέει…